- προομαλύνω
- Α [ὁμαλύνω]ομαλύνω, καθιστώ προηγουμένως κάτι ομαλότερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προομαλύναντες — προομαλύ̱ναντες , προομαλύνω make level aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)